ταμιῶν

ταμιῶν
τάμιας
one who carves and distributes
masc gen pl
ταμία
housekeeper
fem gen pl
ταμίας
masc gen pl
ταμιόω
confiscat
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ταμιόω
confiscat
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ταμιόω
confiscat
pres part act masc nom sg
ταμιόω
confiscat
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαλκοθήκη — Οίκημα στην Ακρόπολη της αρχαίας Αθήνας. Το οίκημα βρισκόταν στο νοτιοδυτικό βραχώδες μεσαίο επίπεδο, ανάμεσα στον Παρθενώνα και στα Προπύλαια, όπως φανερώνουν τα θεμέλιά του, τα οποία αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές του 1888 89. Το αποτελούσαν μια… …   Dictionary of Greek

  • αιράριο — (aerarium). Τo θησαυροφυλάκιο του ρωμαϊκού κράτους. Βρισκόταν στον ναό του Κρόνου που είχε οικοδομηθεί στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και για να διακρίνεται από τα άλλα θησαυροφυλάκια ονομαζόταν α. του Κρόνου ή του ρωμαϊκού λαού ή δημόσιο. Εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”